περισπερχής

περισπερχής
-ές, Α
1. πολύ ταχύς, βίαιος, ορμητικός, βιαστικός («ὦ περισπερχές πάθος» — βιαστικό, ξαφνικό κακό, Σοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «περιώδυνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -σπερχής (< *σπέρχος < σπέρχω, -ομαι «θέτω σε ταχεία κίνηση, είμαι οργισμένος»), πρβλ. επι-σπερχής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περισπερχής — very hasty masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισπερχές — περισπερχής very hasty masc/fem voc sg περισπερχής very hasty neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισπερχέστατον — περισπερχής very hasty masc acc superl sg περισπερχής very hasty neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισπερχοῦς — περισπερχής very hasty masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισπερχῶς — περισπερχής very hasty adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισπέρχεια — ἡ, ΜΑ [περισπερχής] η ιδιότητα τού περισπερχούς, η ταχύτητα, η γρηγοράδα, η μεγάλη σπουδή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”